μπόγος

μπόγος
ο
δέμα ρούχων: Έχω έναν μπόγο ρούχα για σιδέρωμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μπόγος — ο 1. δέμα από ρούχα ή άλλα πράγματα τυλιγμένα μαζί σε κομμάτι υφάσματος 2. συνεκδ. το τετράγωνο κομμάτι υφάσματος με το οποίο τυλίγεται το δέμα αυτό 3. είδος ιστιοφόρου, μικρού βυθίσματος τής εποχής τού 1821 4. μτφ. ειρων. άνθρωπος παχύς και… …   Dictionary of Greek

  • μπογαλάκι — το 1. μικρός μπόγος 2. στον πληθ. τα μπογαλάκια οι αποσκευές («μάζεψε τα μπογαλάκια του και έφυγε»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού μπόγος, κατ επίδρασιν υποκορ. σε λάκι (πρβλ. χαλάκι)] …   Dictionary of Greek

  • -αλάκι — Γλωσσ. κατάληξη ουδετέρων υποκοριστικών τής Ν. Ελληνικής που αποσπάστηκε από υποκοριστικά ουσιαστικά σε άλι πρβλ. κουτάλι κουταλάκι, μαγκάλι μαγκαλάκι, πορτοκάλι πορτοκαλάκι, στραγάλι στραγαλάκι, τσουβάλι τσουβαλάκι. Έτσι, προήλθε η επαυξημένη… …   Dictionary of Greek

  • βαντάκα — η δέμα με είδη ιματισμού, μπόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό του ουσ. βαντάκι] …   Dictionary of Greek

  • κυλιστός — ή, ό (AM κυλιστός, ή, όν) [κυλίνδω] 1. αυτός που μπορεί ή είναι κατάλληλος να κυλιέται, κατάλληλος στο κύλισμα 2. αυτός που μεταφέρθηκε με κύλισμα αρχ. 1. (για στεφάνι) αυτός που έχει πλεχτεί κυκλικά 2. δέσμη, μπόγος ρούχων 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ… …   Dictionary of Greek

  • μποξάς — ο 1. τετράγωνο ύφασμα για περιτύλιξη ρούχων ή επικάλυψη διαφόρων αντικειμένων 2. σάλι, εσάρπα 3. δέμα ρούχων, μπόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bohca] …   Dictionary of Greek

  • δέμα — το σύνολο πραγμάτων που είναι δεμένα μαζί, πακέτο, μπόγος, μάτσο: Με ειδοποίησαν να πάω να παραλάβω ένα δέμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”